- σάλαξ
- σάλαξ [σᾰ], ακος, ὁ, ([etym.] σαλάσσω)A miner's sieve or riddle, Thphr. or Arist. (Fr.261) ap.Poll.10.149; [full] σάλαγξ, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάλαξ — miner s sieve masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλαξ — ακος, ὁ, Α κόσκινο τών μεταλλουργών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος + εκφραστικό επίθημα αξ (πρβλ. λίθ αξ, μύλ αξ, ψύδρ αξ)] … Dictionary of Greek
σαλάκων — σάλαξ miner s sieve masc gen pl σαλάκων pretentious person masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλακα — σάλαξ miner s sieve masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλαγξ — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς ἀγαθὸς καὶ μεταλλικὸν σκεῡος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, ακος «κόσκινο τών μεταλλουργών», με εκφραστικό έρρινο ένθημα γ ] … Dictionary of Greek
σαλάκων — ωνος, ὁ, Α ματαιόδοξος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, ακος «κόσκινο» + κατάλ. ων (πρβλ. γάστρ ων)] … Dictionary of Greek